
Το Ρετζέπ Πασά Τζαμί χτίστηκε το 1588 στην παλιά πόλη της Ρόδου στη σημερινή πλατεία Δωριέως και είναι ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής στο νησί. Η υψηλή ποιότητα κατασκευής και οι προσεγμένες, αρμονικές αναλογίες του τεμένους αποδεικνύουν πως το έργο είχε αναλάβει έμπειρος αρχιτέκτονας και εξειδικευμένο συνεργείο τεχνιτών. Αποτελείται από τετραγωνική θολοσκέπαστη αίθουσα προσευχής, τριμερές προστώο και μιναρέ, ενώ το συγκρότημα συμπληρώνουν το μαυσωλείο του Ρετζέπ Πασά και οι κρήνες καθαρμού.
Η κατασκευή των κτισμάτων έχει γίνει από πωρόλιθο σε ψευδοϊσόνομο σύστημα με ενδιάμεσο γέμισμα μεγάλης αντοχής. Ο χώρος της αίθουσας στεγάζεται από ημισφαιρικό τρούλο που στηρίζεται σε ψευδοτύμπανο. Ξεχωρίζουν τα ανάγλυφα εξωτερικά πλαίσια των παραθύρων του ισογείου, τα μαρμάρινα θυρώματά τους και η εντυπωσιακή τοξωτή είσοδος με συνδυασμό χρωματιστών μαρμάρων και περίτεχνο ανάγλυφο πλαίσιο. Το προστώο με το υπερυψωμένο βάθρο στεγάζεται από τρεις τρουλίσκους και στηρίζεται σε τέσσερις μαρμάρινους κίονες. Ο μιναρές αποτελεί τυπικό δείγμα της εποχής με οκταγωνική βάση και κυλινδρικό το ανώτερο τμήμα, όπως σώζεται σήμερα, ενώ στην αρχική μορφή ακολουθούσε εξώστης και κωνική απόληξη.
Στο εξωτερικό του τεμένους εντυπωσιάζει η άρτια διατηρημένη κόγχη του μιχράμπ κατασκευασμένη με λαξευμένα μαρμάρινα στοιχεία. Ένας ξύλινος εξώστης στηριζόμενος σε μαρμάρινο στύλο, που έχει αλλάξει μέγεθος μέσα στο πέρασμα των χρόνων, αποτελούσε τον γυναικωνίτη. Σε αρκετά καλή κατάσταση βρίσκεται και το μεγαλύτερο τμήμα του μινμπάρ, με τη μαρμάρινη σκάλα του.

Ο προμαχώνας του παλατιού του μεγάλου μαγίστρου , που αναφέρεται στις αρχειακές πηγές της ιπποτοκρατίας ως «προμαχώνας της καλής θέας», είναι το ογκώδες επιχωματωμένο οχυρό, που αναπτύχθηκε στα βόρεια του παλατιού του μεγάλου μαγίστρου - ως ένα πρώιμο οχύρωμα της περιόδου της ιπποτοκρατίας. Είναι προφανές λοιπόν ότι η διαμόρφωση του είναι άρρηκτα δεμένη με το φυσικό αργιλώδες ύψωμα, που αναπτυσσόταν στην εσωτερική γωνία των αρχαίων νεωρίων όπως διαπιστώθηκε από τη γεωτεχνική και την αρχαιολογική έρευνα, το οποίο περιορίστηκε στα όρια του προμαχώνα κατά την τελική διαμόρφωσή του στη διάρκεια του 15ου αιώνα.
Το ιδιαίτερα σύνθετο αυτό οχυρωματικό σύμπλεγμα περιλαμβάνει στη δυτική του πλευρά μία από τις παλαιότερες πύλες εισόδου στην τειχισμένη πόλη από την ύπαιθρο χώρα, τη γνωστή ως «πύλη του Πρωτομάστορα», την οποία κάλυπτε εξωτερικό οχύρωμα με πυροβολείο που φέρει το οικόσημο του μεγάλου μαγίστρου Fluvian. Στην άνω πλατφόρμα του προμαχώνα υπήρχε, ήδη πριν το 1480, ο κήπος του παλατιού. Το οχύρωμα εξελίχθηκε σταδιακά προς τα βόρεια και ανατολικά περιλαμβάνοντας φυσικό ύψωμα ,η ύπαρξη του οποίου διαπιστώθηκε κατά την γεωλογική και ανασκαφική έρευνα του χώρου. Στην τελική του μορφή του τέλους του 15ου αι. (εποχή μεγάλου μαγίστρου D’Aubusson) περιλαμβάνει μία υπερυψωμένη πλατφόρμα πυροβολικού σε στάθμη 15 μ. ψηλότερα από την επιφάνεια της τάφρου (ή 20 μέτρα ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας). Πυροβολεία σε δύο επίπεδα αναπτύσσονταν κατά μήκος της δυτικής και της βόρειας πλευράς, κυρίως όμως κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του όπου υπήρχε στεγασμένο με θόλους ισχυρό πυροβολείο, στο οποίο αναφέρεται ότι στεγαζόταν πυροβολαρχία που έλεγχε τον μυχό του λιμένος του Μαντρακίου. Ιδιαίτερα μετά το 1467 ,η πυροβολαρχία κάλυπτε το φρούριο του Αγίου Νικολάου στη βόρεια απόληξη του ομώνυμου μόλου , που θεωρείτο ως «κλειδί για την άμυνα της πόλης» όπως περίτρανα αποδείχθηκε το 1480 κατά την πρώτη νικηφόρα για τους Ιωαννίτες πολιορκία των Οθωμανών.

Το φρούριο του Αγίου Νικολάου είναι το μεμονωμένο οχυρό που καταλαμβάνει τη βόρεια απόληξη του ομώνυμου μόλου του αρχαίου «μικρού η πολεμικού λιμένος», γνωστού από το 1389 ως Μανδράκι. Στη θέση αυτή προϋπήρχε και διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1480, η υστεροβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η αναγκαιότητα οχύρωσης της στρατηγικής για την άμυνα της πόλης αυτής θέσης έγινε κατανοητή μετά την εμπειρία της πολιορκίας των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1444, οπότε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα με ορμητήριο τον ανοχύρωτο τότε μόλο του Αγίου Νικολάου, του οποίου την υπεράσπιση είχε αναλάβει μία ομάδα Βουργουνδών . Η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε το 1467 από τον μεγάλο μάγιστρο Zacosta με την οικονομική ενίσχυση του Δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππου του Καλού, του οποίου οι θυρεοί βρίσκονται ενσωματωμένοι στην πρώτη οικοδομική φάση του οχυρού.
Το φρούριο ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή μετά τις αλλεπάλληλες προσθήκες επιχωματωμένων οχυρωματικών στοιχείων, αρχικά για την κάλυψη της κύριας πύλης εισόδου με διάταξη κινητής ανυψούμενης γέφυρας («pont-levis») στο εικοσαγωνικό περιτείχισμα του Zacosta, ήδη πριν το 1480. Στη συνέχεια, μετά την μερική κατάρρευση κατά την πολιορκία του 1480 του κεντρικού πύργου και του περιτειχίσματος προς την ευπρόσβλητη από τον μόλο του Αγίου Αντωνίου πλευρά του, προστέθηκε από τον μεγάλο μάγιστρο D’Aubusson ο περιμετρικός ογκώδης προμαχώνας. Το φρούριο στη νέα του μορφή ολοκληρώθηκε το 1482 ,συνέχισε όμως να υφίσταται μετατροπές και ενισχύσεις μέχρι την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, οπότε μας παραδόθηκε με βαριά πλήγματα του χρόνου ,της διαβρωτικής δράσης της θάλασσας και των τσιμεντένιων κατασκευών πυροβολείων κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σημαντική ήταν η επιβάρυνση της περιοχής του σπειροειδούς κλιμακοστασίου του πύργου του Αγίου Νικολάου από την προσθήκη του πέτρινου πυργίσκου ενός από τους παλαιότερους φάρους της Μεσογείου, πιθανότατα στη διάρκεια του 17ου αι.
